- δυσανάλυτος
- δυσανάλυτοςhard to analysemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσανάλυτος — ο (Α δυσανάλυτος, ον) νεοελλ. ορυκτό, νιοβικό άλας ασβεστίου, δημητρίου και νατρίου, τού κυβικού συστήματος αρχ. αυτός που δύσκολα αναλύεται … Dictionary of Greek
δυσαναλύτως — δυσανάλυτος hard to analyse adverbial δυσανάλυτος hard to analyse masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάλυτον — δυσανάλυτος hard to analyse masc/fem acc sg δυσανάλυτος hard to analyse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάλυτα — δυσανάλυτος hard to analyse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)